- αντιαλκοολικός
- η , ό[ν] противоалкогольный;
αντιαλκοολικά μέτρα — меры по борьбе с пьянством
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αντιαλκοολικά μέτρα — меры по борьбе с пьянством
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αντιαλκοολικός — ή, ό ο στρεφόμενος κατά του αλκοολισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + αλκοολικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις, στη φρ. «αντιαλκοολική διδασκαλία»] … Dictionary of Greek
αντιαλκοολικός — ή, ό αυτός που καταπολεμά τον αλκοολισμό: Μερικά κράτη άρχισαν να παίρνουν αντιαλκοολικά μέτρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)